Ναύπακτος,21/11/2023 

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΥΠΟΥ
(ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΘΕΜΗ ΔΑΒΑΝΕΛΛΟΥ)

Συνάδελφοι, φίλοι και φίλες αγαπητοί εκπρόσωποι των ΜΜΕ, συγκεντρωθήκαμε σήμερα εδώ για να εκφράσουμε ΚΑΙ την δική μας διαμαρτυρία και να τονίσουμε την κατάσταση που βρίσκονται σήμερα οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις.

Δεδομένου ότι βρισκόμαστε σε μία περίοδο που αφορά σε εκτενείς συζητήσεις για το φορολογικό νομοσχέδιο, θα πρέπει επιτέλους να φτιάξουμε μια φορολογική νομοθεσία κατανοητή, ξεκάθαρη και σταθερή σε βάθος δεκαετίας τουλάχιστον.

Να εξορθολογιστεί αυτός ο κυκεώνας φορολογικής νομοθεσίας. Έχουμε 25 χιλιάδες σελίδες φορολογικής νομοθεσίας και από μόνη της γεννά παραβατικότητα. Ιδιαίτερα για τις μικρές επιχειρήσεις οι οποίες δεν έχουν εντός της επιχείρησή τους λογιστήρια και συνεπώς μέχρι να αφομοιώσουν τις όποιες αλλαγές είναι ήδη αργά. Επί της παρούσης, ένα μήνα προτού τελειώσει το φορολογικό έτος αλλάζουν τον νόμο και τα εισοδήματα του 2023 θα φορολογηθούν με νέο νόμο.Εμάς ως επαγγελματίες, εμπόρους ή βιοτέχνες μας αιφνιδιάζει καθώς ξέραμε με τι νόμο θα φορολογηθούμε την 1.1.2023 και ξαφνικά στις 30.11.2023 μας λένε δεν θα φορολογηθούμε βάσει των όσων ξέραμε αλλά με άλλον τρόπο και τεκμαρτό. Είμαστε εναντίον του τεκμαρτού γιατί είναι οριζόντιο μέτρο και είναι επί δικαίων και αδίκων.

Στη βάση αυτής της οδυνηρής οικονομικής πραγματικότητας, η Κυβέρνηση διαπραγματεύτηκε την κατανομή των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης με τέτοιο τρόπο, ώστε να είναι αποκλεισμένες οι μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις από τα 12,5 δισ. ευρώ που προορίζονται για τον δανεισμό των επιχειρήσεων την στιγμή μάλιστα κατά την οποία από τις περίπου 800.000 επιχειρήσεις, μαζί με τους αυτοαπασχολούμενους, μπορούν να περάσουν το κατώφλι των τραπεζών μόλις οι 49,5 χιλιάδες, ένα ποσοστό μικρότερο του 5%. Την ίδια στιγμή, η μεσοσταθμική αύξηση του κόστους παραγωγής και λειτουργίας έχει φτάσει το 40%. Οι ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις προς την ΑΑΔΕ αυξήθηκαν κατά 10 δισ. ευρώ τον τελευταίο χρόνο, ενώ η κυβερνητική ρύθμιση των 36–72 δόσεων δεν ήταν αποτελεσματική και οι ληξιπρόθεσμες ασφαλιστικές υποχρεώσεις αυξήθηκαν κατά 660 εκατ. ευρώ, μόνο το πρώτο εξάμηνο του 2023 ζητάμε μια νέα ρύθμιση χρεών 120 δόσεων καθώς υπάρχει ορατός ο κίνδυνος ,απώλειας πρώτης κατοικίας και επαγγελματικής στέγης που αντιμετωπίζουν οι μικρομεσαίοι επιχειρηματίες από τους πλειστηριασμούς των funds, καθώς όσοι καταφέρνουν να έχουν πρόσβαση σε δανεισμό, συνήθως βάζουν ως εγγύηση το σπίτι τους.

Το νομοσχέδιο του Υπουργείου Οικονομικών με τίτλο «Μέτρα για τον περιορισμό της φοροδιαφυγής» στο οποίο περιλαμβάνεται η τεκμαρτή φορολόγηση των ελευθέρων επαγγελματιών και ευρύτερα των ατομικών επιχειρήσεων, δεν είναι τίποτα άλλο από ένα ακόμα εισπρακτικό μέτρο.

Έρχεται, μάλιστα, σε μια περίοδο που τα δημόσια έσοδα αυξάνονται ενώ η αγοραστική δύναμη των καταναλωτών μειώνεται λόγω της συνεχώς αυξανόμενης ακρίβειας και του πληθωρισμού .

Το παράδοξο είναι πως σε μια ελεύθερη οικονομία, μια φιλελεύθερη κυβέρνηση έρχεται να ορίσει ποιο είναι το ελάχιστο εισόδημα που πρέπει να έχει μια επιχείρηση, παραθέτοντας στοιχεία που ακροβατούν μεταξύ μέσων όρων και περιπτωσιολογίας.

Όταν, μάλιστα, όλοι ανεξαιρέτως υπόκεινται στα γνωστά τεκμήρια διαβίωσης. Με βασικό επιχείρημα την φοροδιαφυγή στοχοποιούνται ακόμα μια φορά οι μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις που έχουν τόσο ταλαιπωρηθεί από τις αλλεπάλληλες κρίσεις και διαχρονικά βρίσκονται στο περιθώριο των δημόσιων πολιτικών.

Προφανώς, ουδείς μπορεί να ισχυριστεί ότι δεν υπάρχει φοροδιαφυγή. Ωστόσο, είναι παραπλανητικό αυτή να αποδίδεται αποκλειστικά στους ελεύθερους επαγγελματίες.

Μείζονα ζητήματα, όπως το παρεμπόριο, το λαθρεμπόριο και η αδήλωτη επιχειρηματική δραστηριότητα, παραμένουν, καταδεικνύοντας εκκωφαντικά την αποτυχία του Κράτους να τα αντιμετωπίσει αποτελεσματικά.

Και βέβαια ούτε λόγος δεν αρθρώνεται για την αντιμετώπιση της νόμιμης φοροαποφυγής και της αισχροκέρδειας.

Το νέο φορολογικό σύστημα των ελεύθερων επαγγελματιών που ουσιαστικά καθορίζει ένα οριζόντιο τεκμαρτό εισόδημα, εάν τελικά εφαρμοστεί θα αποτελέσει την ταφόπλακα για χιλιάδες πολύ μικρές επιχειρήσεις. Το στρώμα αυτό δεν είναι ομοιογενές και η επιβολή ενός ακόμη άδικου οριζόντιου κεφαλικού φόρου θα επιφέρει ιδιαίτερα αρνητικά αποτελέσματα.

Η Κυβέρνηση δείχνει ότι αγνοεί την πραγματικότητα που βιώνει η πλειοψηφία των ελευθέρων επαγγελματιών, των επιστημόνων και των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, μετά από την υπέρ δεκαετή οικονομική και κοινωνική κρίση, λόγω μνημονίων, πανδημίας, ενεργειακής κρίσης, ακρίβειας και πληθωρισμού.

Αγνοεί τα στοιχεία που η ίδια διαθέτει και τα οποία αποδεικνύουν ότι ένα σημαντικό τμήμα του ενεργού δυναμικού της ελληνικής οικονομίας, της μεσαίας τάξης αδυνατεί να ανταποκριθεί σε βασικές του υποχρεώσεις, έχει σημαντικές οφειλές προς το Δημόσιο, τις Τράπεζες, τα Ασφαλιστικά Ταμεία και έχει απωλέσει ρυθμίσεις οφειλών με άμεσο κίνδυνο την επιβολή καταδιωκτικών μέτρων εις βάρος του.

Τα στοιχεία των ερευνών του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ είναι αποκαλυπτικά. Σύμφωνα με την τελευταία έρευνα του Ινστιτούτου 1 στους 3 ελεύθερους επαγγελματίες έχει τουλάχιστον 1 ληξιπρόθεσμε οφειλή. Πως θα ανταποκριθούν λοιπόν στις νέες φορολογικές τους υποχρεώσεις ;

Η Κυβέρνηση μάλιστα, προκειμένου να στηρίξει την φοροεισπρακτική της πολιτική, χαρακτηρίζει συλλήβδην όλους τους ελεύθερους επαγγελματίες ως φοροφυγάδες, ενώ πρόσφατα επέβαλε υπέρογκη αύξηση και στις ασφαλιστικές εισφορές των μη μισθωτών (σχεδόν 10% από 1/1/2023).

Ταυτόχρονα, επιχειρεί να ταυτίσει τους ελεύθερους επαγγελματίες με τους μισθωτούς, ενώ γνωρίζει ότι πρόκειται για διαφορετικές κατηγορίες, όπως έχει κρίνει, άλλωστε, και το ΣτΕ, που δεν έχουν τα αφορολόγητο εισόδημα ούτε τις εκπτώσεις και τις απαλλαγές των μισθωτών. Παράλληλα, για τον προσδιορισμό του τεκμαρτού φορολογητέου εισοδήματος χρησιμοποιείται, όχι ο καθαρόςφορολογητέος μισθός  του μισθωτού αλλά ο μικτός μισθός, συνυπολογιζομένων και των ασφαλιστικών εισφορών.

Περαιτέρω, το τεκμαρτό φορολογητέο εισόδημα προσαυξάνεται αφενός με βάση το χρόνο άσκησης του επαγγέλματος και αφετέρου σωρευτικά με βάση το ετήσιο κόστος μισθοδοσίας και με βάση συντελεστή όταν ο ετήσιος τζίρος είναι μεγαλύτερος από τον μέσο όρον του ετήσιου τζίρου του ΚΑΔ. Το τελευταίο έχει ως αποτέλεσμα να μην αναγνωρίζονται πραγματοποιηθέντα επαγγελματικά έξοδα, μέτρο βαθύτατα αντιαναπτυξιακό και ενισχυτικό της φοροδιαφυγής.

Η καταπολέμηση της φοροδιαφυγής προϋποθέτει έναν ουσιαστικό διάλογο μεταξύ όλων των φορέων, με στόχο ένα δίκαιο φορολογικό σύστημα που θα λαμβάνει υπόψιν τις πραγματικές συνθήκες ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας και τις ιδιαιτερότητες κάθε επαγγέλματος και θα έχει ως βάση τη συνεισφορά εκάστου στα δημόσια βάρη ανάλογα με τις πραγματικές δυνάμεις του και όχι με «τεκμαρτά» απολύτως ανύπαρκτα εισοδήματα. Προϋποθέτει επίσης καλλιέργεια αισθήματος φορολογικής ανταποδοτικότητας, αντανάκλασης δηλαδή της φορολογικής επιβάρυνσης σε ένα ισχυρό κοινωνικό κράτος, σε ένα αξιόπιστο Εθνικό Σύστημα Υγείας, σε αξιοπρεπή δημόσια εκπαίδευση, σε επαρκείς υποδομές και υπηρεσίες που επιστρέφουν στον πολίτη και στην επιχείρηση για την συνεισφορά του στα δημόσια έσοδα.

Η Κυβέρνηση επιστρατεύει αναχρονιστικές, άδικες και ισοπεδωτικές μεθόδους καταπολέμησης της φοροδιαφυγής την ίδια στιγμή που επαίρεται ότι έχει στη διάθεσή της νέα εργαλεία ελέγχου (έμμεσες τεχνικές ελέγχου, mydata, σύνδεση ταμειακών μηχανών με Υπουργείο Οικονομικών, εγκατάσταση POS κλπ) ομολογώντας με αυτό τον τρόπο την αποτυχία εφαρμογής τους.

Την ίδια μάλιστα στιγμή που εφαρμόζει αυτήν την φόρο επιδρομή ενάντια στους ελεύθερους επαγγελματίες, τους επιστήμονες και τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, αφήνει στο απυρόβλητο τις εταιρίες που εμφανίζουν ζημιές για πολλά χρόνια, καθώς επίσης και τομείς όπως, επί παραδείγματι, τα καύσιμα, τα τρόφιμα, τα μερίσματα και η συγκέντρωση κεφαλαίου, με το 8% των φορολογικών εσόδων να χάνεται σε κάποιον «φορολογικό παράδεισο».

Η μνημονιακή δεκαετία της υπέρ φορολόγησης είναι ακόμα νωπή στις μνήμες των ελευθέρων επαγγελματιών, καθώς οι αρνητικές συνέπειες της συνεχίζουν να ταλαιπωρούν ένα σημαντικό κομμάτι αυτών. Και σε αυτό το πλαίσιο θα πρέπει να γίνει πλήρως αντιληπτό εκείνο που τα τελευταία χρόνια έχει αποδείξει με τη στάση της η «ραχοκοκαλιά» της ελληνικής οικονομίας, δηλαδή ότι πλέον δεν ξεχνά και δεν συγχωρεί.

Για όλες τις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις η υπερφορολόγηση που προσπαθούν να εισάγουν θα οδηγήσει με μαθηματική ακρίβεια τους περισσότερους από εμάς στην ανέχεια, στις οφειλές και τελικά στο κλείσιμο.

Μέσα από τη συμμετοχή μας στις κινητοποιήσεις εκφράζουμε την αγωνία για το μέλλον μας, ενώ ταυτόχρονα προβάλλουμε προς κάθε υπεύθυνο τη δυσαρέσκειά μας για την εξωπραγματική και άδικη φορολογική αντιμετώπισή μας, που θα έχει καταλυτικά αποτελέσματα στη δύσκολη, πλέον, καθημερινότητά μας και στην αγωνιώδη προσπάθειά μας να κρατήσουμε τις επιχειρήσεις μας ανοικτές.

Μετά από όλα αυτά, αρνούμαστε να πληρώνουμε μονίμως την χρόνια αναποτελεσματικότητα και την αδυναμία του Κράτους να εντοπίσει τους πραγματικούς φοροφυγάδες και απαιτούμε να αφήσει ήσυχο ένα κλάδο που εδώ και χρόνια λειτουργεί με ανοιχτές πόρτες, έχοντας πλήρως υιοθετήσει τα POS, τις ηλεκτρονικές συναλλαγές και την ένταξη στο MyData. Στεκόμαστε ενάντια στις απαράδεκτες διατάξεις του σχεδίου νόμου και ζητάμε την πλήρη απόσυρσή του και την έναρξη ευρύτατου διαλόγου για την καταπολέμηση του φαινομένου της φοροδιαφυγής.

Τέλος διεκδικούμε :

  • Πλήρη κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος
  • Άμεση θεσμοθέτηση ειδικού ακατάσχετου επαγγελματικού λογαριασμού, ο οποίος θα τροφοδοτεί τις βασικές λειτουργίες της επιχείρησης και τους προμηθευτές της
  • Θέσπιση αφορολόγητου ορίου στα 12.000 ευρώ για όλους τους ελεύθερους επαγγελματίες αυτοαπασχολούμενους, κατ’ αναλογία όσων ισχύουν για τα φυσικά πρόσωπα
  • Υποχρεωτικά δεκτή η αίτηση στον Εξωδικαστικό Μηχανισμό
  • Ρύθμισης Οφειλών σε αιτούντες με ετήσιο εισόδημα έως 14.000 ευρώ
  • Κατάργηση της τραπεζικής προμήθειας στις ψηφιακές συναλλαγές
  • Κατάργηση του νόμου περί Δέουσας Επιμέλειας
  • Απλοποίηση του συστήματος MY DATA καθώς και κατάργηση της εφαρμογής των υπέρογκων προστίμων από 1/1/2024

 

Καλούμε όλους τους επαγγελματίες εμπόρους και βιοτέχνες της Ναυπακτίας και της Δωρίδας να γίνουν πιο ενεργοί και να συσπειρωθούν γύρω από τα σωματεία τους και την ομοσπονδία μας για να συνεχίσει η αντίδρασή μας να είναι έντονη, μαζική και διαρκής, με σκοπό να αποτρέψουμε τα σχέδια της κυβέρνησης για τον αφανισμό των μικρομεσαίων επιχειρήσεων.